Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

αλλάζω γνώμη

  • 1 αλλάζω

    (αόρ. άλλαξα, παθ. αόρ. αλλάχτηκα, μτχ. ηρκ. αλλαγμένος и αλλασμένος) 1. μετ.
    1) менять, изменять;

    αλλάζω φύλλο ( — или τό χαβά) — менять тактику, поведение;

    αλλάζω την έννοια — извращать смысл;

    αλλάζω γνώμη — раздумать, передумать; — изменить мнение;

    αυτό δεν αλλάζει την υπόθεση — это не меняет дела;

    2) менять, сменять, переменять;

    αλλάζω τον αέρα — сменить, переменить климат;

    αλλάζω επάγγελμα — сменить квалификацию, переквалифицироваться;

    αλλάζω θέση — менять место, пересаживаться;

    αλλάζω σπίτι — переезжать на другую квартиру;

    αλλά γυναίκα (άνδρα) — сменить жену (мужа);

    αλλάζω ρούχα — сменить одежду, переодеться;

    αλλάζω ασπρόρουχα — менять нижнее бельё;

    αλλάζω τό μωρό — перепеленать ребёнка;

    αλλάζω την πληγή — делать перевязку;

    τό μωρό αλλάζει δόντια — у младенца меняются зубы;

    αλλάζω δόντια — протезировать зубы;

    άλλαξαν τ· άλογα τους они поменялись конями;
    3) менять, разменивать (деньги); άλλαξε μου ένα εκατοστάρικο разменяй мне сто драхм; 4) пересаживаться, делать пересадку;

    αλλάζω τραίνο — пересесть на другой поезд;

    § του άλλαξε τον αδόξαστο στο ξύλο он его здорово избил;
    του άλλαξε τον αδόξαστο στη δουλιά он его за- ставил работать до седьмого пота; 2. αμετ. 1) меняться, измениться;

    αλλάζω προς — то καλλίτερο — меняться к лучшему;

    αλλάζω έκφραση — меняться в лице;

    άλλαξαν οι καιροί времени изменились, времена не те;
    2) сменяться, заменяться;

    αλλάζει η κυβέρνηση — сменяется правительство;

    3) переодеваться; менять бельё;

    πρέπει να αλλάξω — мне нужно переодеться; — мне нужно сменить бельё;

    § αυτό αλλάζεν απροσ — другое дело;

    αν είναι όπως το λες, τότε αλλάζει — если это так, тогда другое дело;

    άλλαξε ο Μανωλιός και φόρεσε τα ρούχα αλλοιώς погов. ничего не изменилось, всё осталось по-прежнему; ≈ перевеска порток на другой гвоздок;
    ο λύκος κι· αν εγέρασε κν· άλλαξε το μαλλί του ούτε την γνώμην άλλαξε ούτε και την βουλή του (или την κεφαλή του) погов, волк каждый год линяет, да обычай не меняет

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αλλάζω

  • 2 γνώμη

    I η
    1) мнение; точка зрения; взгляд, убеждение;

    σφαλερή ( — или λαθεμένη) γνώμ — ошибочное мнение;

    ορθή γνώμη — правильное мнение;

    ανταλλαγή γνώμών — обмен мнениями;

    αλλάζω γνώμη — раздумать, передумать;

    λέγω ( — или εκφέρω) την γνώμη μου — сказать своё мнение, суждение; — высказываться;

    έχω δική μου γνώμη — иметь своё мнение; — жить своим умом;

    δεν έχω δική μου γνώμη — не иметь своего мнения; — жить чужим умом;

    έχω καλή (κακή) γνώμη γιά κάποιον — быть хорошего (плохого) мнения о ком-л.;

    έχω διαφορετική γνώμη — расходиться во взглядах;

    κατά τη γνώμη μου — по-моему, на мой взгляд;

    συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου — я разделяю чье-л. мнение;

    είμαι της ίδιας γνώμης — быть того же мнения;

    είμαι της γνώμης ότι ( — или πώς)... — я думаю, считаю, что...;

    συμφωνώ ( — или είμαι) με τη γνώμη σας — я присоединяюсь к вашему мнению, я согласен с вами;

    τί γνώμη έχεις...; — какого ты мнения...?;

    γνώμη (τού) γιατρού (της επιτροπής) — заключение врача (комиссии);

    γι' αυτό το ζήτημα ( — или πάνω σ' αυτό) δεν μπορώ να έχω γνώμη — в этом вопросе я не компетентен, я не специалист в отом деле;

    3) мысли; желания, намерения;
    4) согласие, одобрение;

    χωρίς τη γνώμη σου δεν παντρεύομαι — без твоего согласия я не женюсь;

    5) характер, нрав; натура;

    δύσκολη γνώμη — тяжёлый характер;

    ο άνθρωπος αυτός είναι καλής (κακής) γνώμης — у этого человека хороший (плохой) характер;

    § κοινή γνώμη — общественное мнение;

    γνώμη2
    II η фольк, жена гнома

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γνώμη

См. также в других словарях:

  • αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… …   Dictionary of Greek

  • μεταθέτω — (ΑM μετατίθημι, Μ και μεταθέτω) μεταφέρω κάτι σε άλλο μέρος, αλλάζω θέση, μετατοπίζω νεοελλ. φρ. «μεταθέτω τις ευθύνες» επιρρίπτω τις ευθύνες μου σε άλλο πρόσωπο νεοελλ. μσν. μετακινώ κάποιον από μια υπηρεσιακή θέση σε άλλη («τόν μετέθεσαν στην… …   Dictionary of Greek

  • μεταστρέφω — (ΑΜ μεταστρέφω, Μ και ματαστρέφω) 1. στρέφω κάτι προς άλλη διεύθυνση ή δίδω σε κάτι άλλη κατεύθυνση («τῷ κε Ποσειδάων... αἷψα μεταστρέψειε νόον», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά) αλλάζω, τροποποιώ, μεταβάλλω («τὸ δίκαιον οὐκ ἔστι μεταστρέψαι», Αριστοτ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • μετατρέπω — (ΑΜ μετατρέπω, Μ μέσ. τ. μετατέρπομαι, Α αιολ. τ. πεδατρέπω) 1. αλλάζω, μεταβάλλω, μεταποιώ (α. «μετέτρεψα το αρχικό σχέδιο τού σπιτιού» β. «ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος μετατραπήτω», ΚΔ) 2. τρέπω κάτι σε άλλη κατεύθυνση, μεταστρέφω («μοῑραν… …   Dictionary of Greek

  • μεταγινώσκω — (ΑM μεταγιγνώσκω και μεταγινώσκω) αλλάζω γνώμη, μετανοώ, μεταμελούμαι («μεταγνοὺς ἄν ὀρθῶς βουλεύσαιτο», Αντιφ.) αρχ. 1. γνωρίζω, καταλαβαίνω κάτι πολύ αργά («Ἄτας δ ἀπάταν μεταγνούς», Αισχύλ.) 2. μεταβάλλω, τροποποιώ προηγούμενη απόφαση («μὴ… …   Dictionary of Greek

  • μεταμελούμαι — και μεταμέλομαι (ΑM μεταμέλομαι και μεταμελοῡμαι, έομαι) [μέλλω] 1. αλλάζω γνώμη ή απόφαση («μετεμέλοντο τὰς σπονδὰς οὐ δεξάμενοι», Θουκ.) 2. μετανοώ για κάτι που έκανα ή για ό,τι παρέλειψα να κάνω («δῆλον ἦν μεταμελόμενος ἐπὶ τῇ ἐκείνων ὕβρει»,… …   Dictionary of Greek

  • ξαναγιαγέρνω — και ξαναδιαγέρνω 1. επιστρέφω, γυρίζω πάλι πίσω 2. ξανασυμβαίνω, συμβαίνω για δεύτερη φορά 3. ξαναπηγαίνω, πηγαίνω κάπου για δεύτερη φορά 4. έρχομαι ύστερα από κάποιον άλλο, έρχομαι δεύτερος 5. ασχολούμαι πάλι, νοιάζομαι πάλι για κάτι 6.… …   Dictionary of Greek

  • ξεδιαγέρνω — και ξαδιαγέρνω (Μ) 1. επιστρέφω σε προηγούμενη κατάσταση 2. αλλάζω γνώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + διαγέρνω «επιστρέφω, αλλάζω γνώμη»] …   Dictionary of Greek

  • συμμεταβάλλω — Α [μεταβάλλω] 1. μεταβάλλω κάτι μαζί ή συγχρόνως με κάτι άλλο 2. (αμτβ.) μεταβάλλομαι μαζί ή συγχρόνως με κάποιον ή με κάτι άλλο 3. (μέσ. και παθ.) συμμεταβάλλομαι α) αλλάζω γνώμη μαζί με άλλον β) αλλάζω θέση και παίρνω μέρος σε κάτι μαζί με… …   Dictionary of Greek

  • ευπαράτρεπτος — εὐπαράτρεπτος, ον (Α) αυτός που αλλάζει γνώμη εύκολα, που παρεκκλίνει εύκολα από τη γνώμη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα τρέπω «τρέπω προς άλλη κατεύθυνση, αλλάζω γνώμη»] …   Dictionary of Greek

  • κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»